πλαγιόκλαστα — Σημαντική οικογένεια πυριτικών ορυκτών: πρόκειται για ασβεστονατριούχους αστρίους, και είναι πολύ διαδομένα στα εκρηξιγενή, ιζηματογενή και μεταμορφωμένα πετρώματα. Τα π. αποτελούνται από ισόμορφο παράμειξη δύο ορυκτών: αλβίτη (NaAlSi3O8) και… … Dictionary of Greek
άστριοι — Ομάδα ορυκτών με πολύπλοκη χημική σύσταση, τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα πετρώματα και αποτελούν τα κύρια συστατικά των εκρηξιγενών και των μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων, ενώ δευτερογενώς (προέρχονται από την αποσάθρωση των προηγουμένων)… … Dictionary of Greek
εσεξίτης — Πυριγενές πέτρωμα, διεισδυτικό (βάθους) χωρίς χαλαζία, με αστρίους και αστριοειδή, των οποίων η ορυκτολογική σύσταση είναι κυρίως ορθόκλαστο και πλαγιόκλαστο (ανδεσίνης ή βυτοβνίτης), πυρόξενοι, αμφίβολοι, μίκα και σπανιότερα νεφελίνης και… … Dictionary of Greek